- ακάλεστος
- -η, -οαυτός που δεν πήρε πρόσκληση, απρόσκλητος: Δεν μπορώ να έρθω στο γάμο ακάλεστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακάλεστος — η, ο (Μ ἀκάλεστος) [καλῶ] 1. εκείνος που δεν τόν έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή «ακάλεστος στον γάμο» 2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή «τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τόν καθίζουν» … Dictionary of Greek
ανεπίκλητος — (Α ἀνεπίκλητος, ον) αρχ. μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτος νεοελλ. ακάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ.… … Dictionary of Greek
απρόσκλητος — η, ο (AM ἀπρόσκλητος, ον) αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος αρχ. ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος … Dictionary of Greek
αυτόκλητος — η, ο (AM αὐτόκλητος, ον) [καλώ] αυτός που καλείται από τον εαυτό του, απρόσκλητος, ακάλεστος νεοελλ. 1. εκείνος που προσέρχεται στις τάξεις του κλήρου όχι επειδή τον κάλεσε ο Θεός (θεόκλητος) αλλά για προσωπικά οφέλη 2. «αυτόκλητος μάρτυρας» ή « … Dictionary of Greek
αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… … Dictionary of Greek
απρόσκλητος — απρόσκλητος, η, ο και απροσκάλεστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προσκλήθηκε, ακάλεστος: Απροσκάλεστος δεν πηγαίνει κανείς σε γάμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδαρμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παραδέρνω) 1. αυτός που ξυλοκοπήθηκε υπερβολικά: Είναι παραδαρμένος και φοβούμαι πως δε θα συνέλθει εύκολα. 2. ταλαιπωρημένος, κακομοιριασμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος: Σφίγγει στα στήθια πάνω παραδαρμένο ένα κορμί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)